πανάγορσις

πανάγορσις
παν-άγορσις, εως, ,
A = παναγορία, ib.26.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πανάγορσις — πανάγορσις, ἡ (Α) (αρκαδ. λ.) πανήγυρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + συνεσταλμένη βαθμίδα ἀγορ τού ἀγείρω (βλ. λ. παναγορία) + επίθημα σις] …   Dictionary of Greek

  • Παναγόρσιος — Παναγόρσιος, ὁ (Α) [πανάγορσις] (αρκαδ. λ.) ονομασία ενός μήνα στην Τεγέα …   Dictionary of Greek

  • τριπανάγορσις — όρσιος, ἡ, Α (αρκαδ. τ.) τριήμερη πανήγυρις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πανάγορσις «πανήγυρη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”